- σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
- σκοροδο-πανδοκευτριαρτόπωλις, ιδος, ἡ,A garlic-bread-selling hostess, Com. word in Ar.Lys.458.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α (κωμική λ.) (στον Αριστοφ.) ξενοδόχος η οποία πωλούσε σκόρδα και ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + πανδοκεύτρια «ξενοδόχος» + ἀρτόπωλις] … Dictionary of Greek
σκοροδοπανδοκευτριαρτοπώλιδες — σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις garlic bread selling hostess fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)